- κρηστήριον
- κρηστήριον, τό, perh.A = κρεῖον 1, IG22.1543 (iv B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κρηστηρίων — κρηστήριον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)